επαναδιπλασιασμός

επαναδιπλασιασμός
ἐπαναδιπλασιασμός, ο (AM)
διπλασιασμός, αναδιπλασιασμός, επανάληψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπαναδιπλασιασμός — doubling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναδιπλασιασμῷ — ἐπαναδιπλασιασμός doubling masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναδιπλασιασμόν — ἐπαναδιπλασιασμός doubling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”